Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013

ΑΗ –ΓΙΑΝΝΗΣ…στα Πλάγια..!!!!



ΑΗ –ΓΙΑΝΝΗΣ…στα  Πλάγια..!!!!

Στου Τζίγκουνα το Νοτικό, στ’ Αή –Γιαννιού το ρυάκι
χτισμένο μεγαλόπρεπο είχανε εκκλησάκι
Και γιόρταζε η χάρη ‘ντου στις είκοσιεννέα
τέλη Αυγούστου με ζεστή ατμόσφαιρα ωραία
Πρίν να σπερνιάσει ο παπάς, από βραδύς πηγαίναν
οι ποιό πολλοί και ξάγρυπνοι, ως το πρωϊ  ‘πομέναν
Και στήνανε τρικούβερτο, γλέντι και πανηγύρι
μόλις εσταματούσανε να σκούζουν οι τσιτσίροι
…Μεγάλη σκόλη ήτανε κι’ όλοι τη ‘νε ‘ξαργούσαν
ολημερίς νηστεύγανε, λάδι δεν καταλιούσαν
Και όποιος δεν ετήρανε της εκκλησιάς τον λόγο
ρίγος και τρέμουλό ‘πιανε, το σώμα ‘ντου ντελόγο
[…γι’αυτό και τον ‘νε λέγανε, Άη –Γιάννη ριγολόγο.!!]

Πανηγύρι τ΄ Αή-Γιαννιού..στα  πλάγια..Μοχός 29 Αυγούστου το 1932.!στο μέσον διακρίνεται ο Κουρουπαντώνης..[Μοχιανός, ξακουστός λυράρης]…φωτ. [Χατζής]





Λένε στα χρόνια τα παλιά, πως ήταν μοναστήρι
Αλλά… εκατεδάφησε, κάποιος αγάς το κτίρι
Τσι καλογέρους πήρανε οι Τούρκοι που ορμήξαν
κι’ από μεγάλο εγκρεμό, εκεί κοντά τσουρλήξαν
Και τσι κακοθανάτωσαν και τα κελιά γρεμίσαν
κι’οι χωριανοί αργότερα, άλλη εκκλησά εκτίσαν
Γι’αυτό και με τον Άγιο η μνήμη τους τιμάτε
εις τον αυλοπερίγυρο το σώμα τους κοιμάται
[…και Καλογέρου - εγκρεμός…ως σήμερα γροικάτε.!!!]

....στον Άη - Γιάννη στα Πλάγια


…Χωσμένο μές τα λιόφυτα, είναι το εκκλησάκι
σε μιά χωματερή πλαγιά, ‘ποπάνω απ’ το ρυάκι
Μικρά κηπουλοπέζουλα, δεξά – ζερβά στο ρέμα
με κιτρολεμονοπορτοκαλιές, τά ‘χουνε φυτεμένα
Και όντε μπαίνει η Άνοιξη, μοσκοβολά ο τόπος
μέχρι να καρποδέσουνε να δικιωθεί ο κόπος
Ανάβαθα πετρόχτιστα πηγάδια μα και στέρνες
υπήρχαν και ως την κορφή, ήταν ξεχυλισμένες
Και το κατακαλόκαιρο, απού ‘βραζε η φύση
δεν προβληματιζότανε κανείς πως θα ποτίσει
Των κοπελιών ‘τα νε χαρά, τους θερινούς τους μήνες
να πάνε να βουτήξουνε στο ρυάκι…στις πισίνες
Να βρούνε συκοστάφυλα, απίδια κι’ αμπουρνέλες
και να ψαρέψουνε καβρούς κι’ αφορδακούς στις στέρνες
[…ήταν οι μεσημεριανές, μικρές μας αποδράσεις
καλοκαιρνές διαδρομές, σ’ αγροτικές εκτάσεις
οι περιπετειώδεις μας…τάχα, διασκεδάσεις.!!]
Βασιλικό κι’αβάρσαμο, μυρίζανε τ’ αυλάκια
κι’ ήτανε καταπράσινα όλα τα κηπουλάκια
Σάν σκαλοπάτια μοιάζανε, το ένα πάνω απ’τ’ ἀλλο
τέσσερεις – πέντε ασκελιές, ήταν το πιό μεγάλο
μα ήταν όλα όμορφα και περιποιημένα
κι’ ευχάριστα τ’ ανέβαινες, επάνω ένα – ένα
μέχρι που ξετουλούπωνες, στο αποπέρα πλάϊ
απου στα Βουρλιδιώτικα, λεγάτα σ’ οδηγάει..!!!!

Πανηγύρι τ΄ Αή-Γιαννιού..στα  πλάγια.. 
Μοχός 29 Αυγούστου το 1980.!




…Ένα κομμάτι σώπατο, προχειροκαθαρίζουν
‘πο κάτω από τσι ελιές και στρώνουν και καθίζουν
Πανηγυριώτικα φαντά, κιλίμια, πατανίες
πολύχρωμες και ξομπλιαστές, εργοχειροτεχνίες
Γύρω απ’ το υπαίθριο μεγάλο καφενείο
απού ζωντάνια σκόρπιζε, στο όμορφο τοπίο
Ο καβετζής από νωρίς, είχε σωστά φροντίσει
και όλα στην εντέλεια, τά ‘χε ταχτοποιήσει
Η χόβολη για τον καφέ, νά ‘χει πυρά μεγάλη
κι’ η παραστιά νά ‘νε ζεστή να βράζει το τσικάλι
Κουβάδες με κρυγιό νερό, απ’ τα κηποπηγάδια
που μές το ρυάκι βρίσκονται, τσι εκκλησιάς ανάδια
Σε μία τσιγκογυριστή λάντζα βαθιά, μεγάλη
μπουκάλια μ’ αναψυκτικά και πάγο έχουν βάλει
για να κρατιούνται δροσερά, την δίψα ‘ντους να σβήνουν
αυτοί που οινοπνεύματα και αλκοόλ δεν πίνουν
Ρακή και κόκκινο κρασί, υπήρχε αφθονία
κι’ οι κάνουλες ανοίγανε, μετά την λειτουργία
Και στήνανε τρικούβερτο, γλέντι και πανηγύρι
όταν καταλαγιάζανε να σκούζουν οι τσιτσίροι..!!!
Σ’ ένα κλωνάρι μιάς ελιάς, είχανε κρεμασμένο
το λούξ κι’ όλο το λιόφυτο ήτανε φωτισμένο
Τα όργανα κουρδίζανε το γλέντι ξεκινούσε
και κοντυλιές και δοξαριές το ρυάκι αντηχούσε
Το κέφι δεν αργούσε’νε να ’ρθεί στους μερακλήδες
ήτανε οι μπροστάρηδες εις τσι χοροσπερίδες
Τ’ απάνω ‘ντους επαίρνανε και οι οργανοπαίχτες
κι’ αντιλαλούσε η ρεματιά, με τους χωματοδέτες
Οι μαντινιάδες κι’ οι σκοποί, δίχως να πιείς μεθούνε
το νου.. και ξεσηκώνουνε καρδιές που αγαπούνε
Και όλοι συνωστίζονται, γύρω απ’ τον λυράρη
χέρι το χέρι πιάνονται κι’ απλώνονται με χάρη
Με κυκλογυριστούς χορούς το γλέντι ξεκινούνε
κι’ απάλαφρα τα πόδια ‘ντους, στην γή κάτω πατούνε
σκόνη χωμάτου μη σκωθεί κι΄ανέφαλο να κάνει
και η φαγοπιοτούρα ‘ντους, μαγαρισιές να πιάνει
Σάν μιά παρέα γίνονται όλοι και τραγουδάνε
τ’ Αή – Γιαννιού τον εσπερνό ως το πρωϊ τιμάνε
Μέχρι που θα σημάνουνε η λειτουργιά ν’ αρχίσει
κι’ ο Θείος λόγος του Θεού στα πλάγια ν’ αντιχήσει.!!
Απ’ την εικόνα του μπροστά, σιμά κι’ αργά περνούνε
και σκύβουν με ευλάβεια, τον Άγιο προσκυνούνε
Τα δώρα και τσι προσφορές που ’φέραν καταθέτουν
όλο και κάποιο τάξιμο στην χάρη ‘ντου θα έχουν
Άρτους, λιβάνι με κερί και δίμετρες λαμπάδες
αμάραντους βασιλικούς και λάδι σε μπουκάλες
Ότι μπορεί ο κάθα ‘νείς στο Άγιο προσφέρει
είναι αδιανόητο να ’ρθούνε μ’ άδειο χέρι
Όχι πως έχει ο Άγιος ανάγκη από δώρα
φιλοτιμίας έκφραση δηλώνει αυτή η ώρα
Η Πίστη κι’ η Ευλάβεια, είναι απού μετράει
και η χειρονομία τους απλώς το μαρτυράει.!!
Άμα τελειώσει η λειτουργιά και τσ’ άρτους ευλογήσουν
μπαίνουνε οι νηστεύσαντες, μέσα να κοινωνήσουν
Να πάρουνε αντίδωρο απ’ του παπά το χέρι
που το μοιράζει στους πιστούς, μέσα ‘πο ‘να πανιέρι
Άρτο μα και βασιλικό, ένα κλωνί βαστούνε
Χρόνια πολλά ο ‘γείς τ’ αλλού, εύχονται να τους βρούνε.!!

στον Άη-Γιάννη στα πλάγια…29 – 8 – 1935…λύρα παίζει ο Κουρουπαντώνης


…Άλλοι μισεύγουν στο χωριό, να πάνε πρίν καψώσει
και άλλοι εις τον καφενέ, τρυγύρω τό ‘χουν στρώσει
Και τα καλούδια που κρατούν απ’ τα καλάθια βγάνουν
και τσι ’ψεσηναργάτινες θέσεις τους ξαναπιάνουν
Στην ασκιανάδα των δεντρών καθίζουνε να φάνε
να ποιούνε, να γλεντίσουνε…τα όργανα βαράνε.!
Και δεν αργούν να ξαναβρούν το κέφι τους και πάλι
κι’ ας μήν εγύρανε λεπτό, την νύχτα το κεφάλι
Τό ’λεγε η καρδούλα τους, τ’ άντεχε η ψυχή τους
παράταση εδίνανε στην διασκέδασή ‘ντους
Και μέχρι το βασίλεμα του ήλιου εγλεντούσαν
και τραγουδώντας στο χωριό το βράδυ εγυρνούσαν
Αυτοί που είχαν αντοχές και δεν καταλαγιάζαν
τους Γιάννηδες γυρεύγανε να βρούνε που γιορτάζαν
Και πάντιμως δεν είν’ πολλοί, που δεν υπάρχει σπίτι
από την οικογένεια, τ’ όνομα αυτό να λείπει
[..το λέει και η παροιμιά, πώς προκοπή δεν κάνει
σπίτι που έχει αρσενικό, και δεν τον λένε Γιάννη.!!]
Όπού ’χαν θάρρος ποιό πολύ, εμπαίνανε να πούνε
Χρόνια πολλά κι’ από κοντά, σ’ όλους να ευχηθούνε
Ποιός ν’ αρνηθεί ετσά χαρά κι’ ετσά καλή παρέα
τα έκτακτα και ξαφνικά, πάντά ‘νε τα ωραία
Μπορεί οι άνθρωποι φτωχά να ζούσανε ετότες
μα είχαν στους περαστικούς ορθάνοιχτες τσι πόρτες
Φιλότιμο και Ανθρωπιά, είχαν κι’ Ευαισθησίες
που δέν εξαγοράζονται με υλικές αξίες
Τα λιγοστά που είχανε καλούδια τους αρκούσαν
και μιά ρακή λίγο –πολύ, όλοί ‘χαν και κερνούσαν
Ξερά καρυδαμύγδαλα, κιοφτέρια και σταφίδες
γλυκίσματα του κουταλιού και συκοπιταρίδες
Έτσι για καλωσόρισμα, στα όρθια που λέμε
για να χορτάσουν οι καρδιές, πράματα λίγα θένε
Κι’αυτό καλά κατέχουντο οι μερακλήδες όλοι
αυτοί που ζούνε στα χωριά…αλάργο απ’ την πόλη..!!!!!!!!!!!!!
                                 Γιάννης Διαμαντάκης….29 – 8 - 2013

 
29 Αυγούστου τ’ Αή-Γιανιού στην πλατεία…Αντώνης του Τζαγκάρη….Πετροψαράς…..Ασμαριανός….Ηλίας







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...