Τετάρτη 21 Αυγούστου 2013

Το ΑΛΩΝΙΣΜΑ..!!!

Τα Κάτω – Αλώνια…[φωτο. Γιάννης Φρουδαράκης]


Γύρω –τριγύρω του χωριού, τ’αλώνια απλωνόταν
τα  φτιάχναν και τα χτίζανε, εκειά που χρειαζόταν
Εύκολη νά ‘χουν πρόσβαση κι’απλοχωριά μεγάλη
για να χωρά του θερισμού, τα στάχυα πού ‘χαν βγάλει
Σε λόφους και υψώματα, τα στήναν που φυσάει
νά ‘χει αέρα ο γεωργός, την ώρα που λυχνάει.!
Στον Πρίνο, στα Πλατύβολα, στην Κάρπαθο από κάτω
στην Βρόντη και στον Νταερέ και στην Γωνιά ‘ντου Λάκκο
στου Σταυρωμένου την πλαγιά, Πέρα και Κάτω αλώνια
εις τ’ Αρχαγγέλου το Βορνό…κι’όπου λαλούν αηδόνια.!
Οι θεμωνιές ορθώνονται μικρά βουνά και στέκουν
και χρυσοκιτρινίζουνε, τον ήλιο οντε βλέπουν
Στάρι, κριθάρι και ταγή, κουκιά μα και παπούλες
από τα καμποχώραφα και τσι βουνοπεζούλες
Με την σειρά προσμένουνε, στ’αλώνι για να μπούνε
δικαίωση των γεωργών, οι κόποι μπάς και βρούνε
Ένας τον άλλο βοηθά, ο ΄γείς τ’αλλού συντρέμει
όσο και να κουράζονται, δείχνουν ευτυχισμένοι
Γιατί ‘χανε φιλότιμο και ανθρωπιά συγχρόνως
κι' έρημος δεν αιστάνθηκε, ποτέ κιανείς και μόνος.!!!

Στα Κάτω – Αλώνια…στου Μπιρμπίνη το Αλώνι..[ αλωνεύγοντας με τα βούγια..]



ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΑΛΩΝΙΩΝ

Πριχού το θέρος για καλά, ακόμα ξεκινήσουν
τ’αλώνια ‘ξεχορτάριαζαν, να τα ποδοπατήσουν.!
Μ’ένα τσαπί απάλαφρα, εξούσανε το χώμα
και βγάζαν τα ζιζάνια, απ’το ξερό ‘ντου σώμα
ίσαμε να στωθεί καλά, ο στρογγυλός του πάτος
απού ‘χενε  δυό πιθαμές, μέσ’απ’τσι πέτρες βάθος
Νερό εκουβαλούσανε, μπόλικο να ποτίσουν
τα διψασμένα χώματα, να τα τσαλοπατήσουν
Μικροί μεγάλοι μπαίνανε, ξυπόλυτοι στις λάσπες
και χόρευγαν χωρίς ρυθμό, στην μέση και στις άκρες
Οζά κι’ανθρώπους γιόμιζε η στρογγυλή πλατεία
λές και αρχαία κάνανε ιεροτελεστεία
Όσο ρουφούσε το νερό, το χώμα, ρίχναν κι’άλλο
και εβαροπατούσανε, τ’αλώνι ζάλο –ζάλο
Σκορπούσανε και άχερα να σμίξουν με το χώμα
να πάρει σάρκα και οστά, του αλωνιού το σώμα
Να δέσουνε τα χώματα  και να στερεωθούνε
σαν το τσιμέντο δυνατά, ήπρεπε να γενούνε
Να μη μαδούν, να μη ξεφτούν, οντέ δα αλωνίζουν
και τον καρπό και τ’άχερα, ξεφτίδια να γεμίζουν.!
Ώρες ατέλειωτες πολλές, βαστούσε αυτή η πράξη
μέχρι στο πρέπων και σωστό, ν’αργοκατασταλάξει
Και όταν εθωρούσανε, το χώμα να στεγνώνει
οζά κι’ανθρώποι βγαίνανε όξω από τ’αλώνι
Κι’οι ποιό μπρατσάτοι και γεροί, τα κόπανα επαίρναν
και όπου ελακούδιαζε, στα ίσια ‘ντου το φέρναν
Αλύπητα χτυπούσανε, με τσι ξυλοκοπάνες
τα χώματα να κλείσουνε, τρύπες και χαραμάδες
γιατί όπου ευρίσκανε εύκαιρο τρυπαλάκι
πηγαίναν και φωλεύγανε, ντελόγο μελιτάκοι.!
Την τελευταία πινελιά, γυναίκες την ορίζουν
μπαίνουν με τον παράσυρο και το γυροσπουπίζουν
Στον ήλιο το παρέδιναν, να το αργοστεγνώσει
κι’όταν θα ῤθεί η ώρα ‘ντου, να τους το παραδώσει
έτοιμο πεντακάθαρο, καλοστερεωμένο
καλές σοδειές, καλές δουλειές…ας είναι ‘βλογημένο..!!!

Στα Κάτω – Αλώνια…ο Μπιρμπίνης…προσπαθεί να ξεστρώσει τον γάϊδαρο..και η γυναίκα ‘ντου με τον Γιάννη  αλωνεύγουν με τα βούγια…και το μουλάρι..!!!


 Το   ΑΛΩΝΙΣΜΑ
 

Από βραδύς σκορπούσανε τσι θεμωνιές στ’αλώνι
να λιάζονται απ’την ταχυνή, που γοργοξημερώνει.!
Και το καταμεσήμερο, μές το καυτό λιοπύρι
[π'απο την κάψα την πολλή, εσκούσαν οι τσιτσίροι,]
άρχιζε τ ’αλωνίσματος, το μέγα πανηγύρι.!!
Οζά κι’ανθρώποι στην σειρά, βαδίζουνε και πάνε
παίρνουν την αλωνόστρατα και σιγοπροχωράνε
Στα γαϊδούρια έχουνε, τα σύνεργα φορτώσει
όλα ξυλοπελεκητά με μαστοριά και γνώση
Άλλοι μουλάρια οδηγούν, ψηλογεροδεμένα
καβάλα στα σωμάρια ‘ντους, τα πιτιδοφτιαγμένα
Άλλοι με βούγια κι’αηλιές ‘ξοπίσω ακλουθούνε
ζευγάρια ονομάζονται εις τον ζυγό σαν μπούνε
Ίσαμε και τα σκαφτικά, πού ‘χουν επιστρατεύγουν
και με πατενταρίσματα, τα βάνουν κι’αλωνεύγουν.!!!
[..ασύμμετρες ξερολιθιές, χωρίζουν τσι χαλέπες
τραφογυρίσματα ψηλά, να μη σιμώνουν κλέφτες
Ένα πορί εις το στρατί, έχουνε αφημένο
γιά να χωρά ένα οζό, να μπαίνει φορτωμένο.!]
Στον ασκιανό ενός δεντρού, ‘ποκάτω ξεφορτώνουν
τ’ αμπράτη που τα ζωντανά κι’οι άνθρωποι σηκώνουν
Ένα σιντεροκάζικο, στο χώμα παλουκώνουν
και δένουν τσ’αίγες να βοσκούν στάχυα να μη σιμώνουν
Εις τσι πετροδεματαρές, τσι τραφοτοιχισμένες
δένουνε τ’ άλλα ζούμπερα, να μην τους έχουν έγνοιες.!
Γιά γάϊδαρο γιά αηλιές, ζεύγουνε γιά μουλάρι
ανάλογα σε ποιό οζό, έχουν περίσσια θάρρη
Μες το αλώνι το τραβούν και τον ζυγό περνούνε
σαν το κολάρο στον λαιμό, κι’ανέσφιγγα τον κλειούνε
[..Είναι του σωμαρά δουλειά, όλη η κατασκευή ‘ντου
δέρμα με αφρατόχορτο, ξερό η γέμισή ‘ντου
νά ‘νε αλαφρό και μαλακό, τ’οζό να μην κουράζει
να το πληγώνει στον καφά, μήτε να το μποδιάζει..]
Δεξά –ζερβά τα αίλουρα, τα χοντροδερματένια
[ γιά αλυσίδες, γιά σκοινιά,σφιχτοχοντροπλεγμένα ]
σκιάς τρείς οργιές το μήκος τους, είναι για το καθένα.!
Ένα στρασουροσώμαρο, μικρό πάνω στην πλάτη
με ένα κρίκο σταθερό, στην κάθε μιά ‘ντου άκρη
Για να γατζώνουν πάνω του τα αίλουρα μη πέφτουν
και στα οπισωπόδαρα του μουλαριού να μπλέκουν
Σε ένα ίσιο σίντερο, γιά ξύλο καταλήγουν
και ακρογατζοπιάνονται, άνοιγμα γιά ν’ αφήνουν
Να μη πειράζουν το οζό, στα πισοκάπουλά ‘ντου
και να μπορεί ατάραχο, να κάνει την δουλειά ‘ντου.!!!
[..Το ζέψιμο που ιστορώ, είναι για το μουλάρι
γαδιάροι μα και αηλιές, πηγαίνανε ζευγάρι
Και ο ζυγός ήταν μακρύς κι’οι ζέβλες που περνούσαν
ήτανε ξυλογυριστές και από κάτω κλειούσαν
Εις το ζυγοκεντράρισμα, είχενε δυό κρικέλες
μιάμιση οργιά απόσταση σχεδόν από τσι ζέβλες
Η μιά στην άλλη περαστή, ήταν για να στρουφίζει
δεξά.. ζερβά ανάλογα, χωρίς να μαγκανίζει
Είναι τα σιντερόλουρα, π’απάνω ‘ντους γατζώνει
η βέργα που βολόσυρο με τον ζυγό ενώνει…]
…Ένα μουστούχι στου οζού, το στόμα ‘χουν δεμένο
με κυδωνονόβεργες σκιστές, τό ‘χουν σφιχτοπλεγμένο
Για να μην τρώει τον καρπό, την ώρα π’αλωνίζει
κι’από το κυκλογύρισμα, να παραξεστρατίζει
…Απάνω στο βολόσυρο, βγαίνει ο αναβάτης
και τα υνία ‘ντου χτυπά, δεξά –ζερβά τσι πλάτης
του μουλαριού για να γροικά και να καταλαβαίνει
σε ποιά μεριά του αλωνιού, πρέπει να βολοσέρνει…
..[ απ’την μουράλια έχουνε δύο σκοινιά περάσει
και μέχρι τον βολόσυρο, οπίσω τά ‘χουν φτάσει
Είναι τσι καθοδήγησης που λένε τα ηνία
μουλαροσυνεννόηση...χωρίς συνομιλία.!]
Μιά πέτρα στον βολόσυρο, βάνουνε να βαραίνει
να κάθεται κι’ο οδηγός, πάνω να ξαποσταίνει
Στάσεις δεν επιτρέπονται, τα πάντα εν κινήσει
μόνο αν έρθει ξαφνικά, τ’οζού να κατουρίσει.!
Ετότε’σας ένα κουβά, τσιτώνεις και αρπάζεις
κι’ανάλογα την στάση ‘ντου, κάτω, γιά πίσω βάζεις.!
[..άμα σηκώνει την ουρά, μάλλον χοντρά δα κάνει
και στην κωλοτρυπίδα ‘ντου, ‘ξωπίσω το νε βάνει
Άμα θωρεί τα πόδια ‘ντου κι’ανοίγει εν διαστάσει
στ’ασκέλια χώνει τον κουβά, τα αχαμνά ν' αδειάσει
Μη μαγαρίσει τον καρπό, με την βρωμοτζουρνάρα
γιά με τσι καβαλίνες του, τα βάψει όλα μαύρα..!]
…Ο Ήλιος του μεσημεριού, πυρώνει όσο πάει
ούτε αγγέλαμος κουνεί, αέρας δεν φυσάει
Μπολίδια εις την κεφαλή, γιά ψάθινα φορούνε
καπέλα ν’ασκιανιάζουνε, να μή 'πολυγοθούνε
Τζεμπέρια έχουν οι γριές και οι ποιό νιές μαντήλια
και ιδροτοσκουπίζουνε, τα μάτια και τα χείλια.!!
..Μ’ ένα διχάλι δίμετρο, ένας κλουθά και στρώνει
τσι ράπες και ισόπαχα, εις τα κενά τσ’απλώνει
Για να μη ξούν’ τα χώματα, στου αλωνιού τον πάτω
οι πέτρες που βολόσυρου, που έχει αποκάτω
…[ Οι βολοσύροι ήτανε, ξυλοπελεκημένοι
δίμετροι με την μούρη ‘ντους ελαφροσηκωμένη
Για να γλυστρούνε εύκολα, τα στάχυα αποκάτω
να μη μπουκώνουν και χαλούν του αλωνιού τον πάτο
Και να τα ψιλοκόβγουνε τα πετρομάχαιρά ‘ντου
που σφηνωμένα είχανε ‘ποκάτω στην κοιλιά ‘ντου
Μικρές βολοσυρόπερες, δεν ξέρω που τσι βρίχναν
στενές σκισμάδες κάνανε και μέσα ‘κεί τσι μπίχναν
σαν το ξυράφι κόβγανε τα στάχυα κομματάκια
αργότερα τσ’αλάξανε και ‘βάλαν σαρακάκια
βέργες λεπτές μεταλλικές που καλολιμαρίζαν
σαν τους οδοντοσάρακες, που ξύλα πριονίζαν.!!]
…Η μέρα ατελείωτη και ο ρυθμός ο ίδιος
μέχρι που εβασίλευγε, σιγά –σιγά ο ήλιος
Το πρόσαργο μας εύρισκε, όλους ξεθεωμένους
από την κάψα την πολύ, αποζαβλακωμένους
Ο χρόνος μα και ο καιρός, λές και μας κυνηγούσαν
κι’ούτε Σαββατοκύριακα και σκόλες μας ξαργούσαν
Δεν είν’αμάρτημα η δουλειά, είλεγε η γιαγιά μου
κι’ας μη φαινόταν αρεστό, στα παιδικά αυτιά μου.!
…Στ’ άχερα χωματίζαμε τα όποια χρειασίδια
την ίδια ώρα αύριο, από ‘ξαρχής τα ίδια
Και δυό και τρείς εμπόριενε, ημέρες να κρατήσει
ενα αλώνισμα καλό, μέχρι να ξεκαρπίσει.!!!
..Οί μήνες του καλοκαιριού, που άλλους ξεκουράζουν
εμάς μέσα στα βάσανα για τα καλά μας βάζουν
Θέρισμα τον Ιούνιο, τ’αλώνια τον Ιούλη
τον Αύγουστο ο τρυγητός, τσι Μάνας φύσης δούλοι.!
Ετσά ‘ταν όμως η ζωή, τις εποχές εκείνες
που με στερήσεις πέρναγαν οι άνθρωποι και πείνες
Κι’άμα δεν εδουλεύγανε σκληρά το Καλοκαίρι
κακό Χειμώνα βγάζανε κι’ένας Θεός το ξέρει……!!!!!!!!!
                                  
                             Γιάννης  Διαμαντάκης....21 - 8 - 2013
 
Λίχνισμα στα Κάτω – Αλώνια….Διαμαντάκης Γιώργης [ Γιωρνός ]..και Μαρινιά…στης Φουντούλενας τ’ Αλώνι..!!!

Στης Φουντούλενας τ’ Αλώνι…[ αλωνεύγοντας με το σκαφτικό…Γιώργης Διαμαντάκης..[ Γιωρνός ]






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...