Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2013

ΤΡΥΓΗΤΟΣ


Τρυγητός...χαρακτ. Τάσσου

Απ’ τ’ άγρια χαράματα, οι τρυγητές ξυπνούνε
για να βγοδομαζέψουνε , να προετοιμαστούνε..
Οι άντρες συνκεντρώνουνε τα τρυγοχρειασίδια
και οι γυναίκες μεριμνούν, για τα φαγοπιοτίδια.
Απ’ τα σπιτοβρισκούμενα, τροφο-υπάρχοντά ‘ντους
που συντηρούν στις κάμερες, κάτω απ’ τον  οντά ‘ντους
διαλέγουν ίντα μαγεριά, δα ‘μπεί εις το τσικάλι
να τρώγεται με όρεξη και δίχως παρακάλι..
Γιά φάβα βράζουν γιά κουκιά, καλοκοπανισμένα
ετσά στεγνά τα παίρνουνε και όχι λαδωμένα
όντε δά ‘ρθεί η ώρα ‘ντους να φάνε και να πιούνε
ετότες τα λαδώνουνε και τα πολτοποιούνε.
Ελιές και ξεροκρόμυδο και κριθαρένιο ντάκο
κι’ ένα ποτήρι με κρασί…εβίβα κι’ άσπρο πάτο.!!
Μόνο με τέτοια φαγητά, το σώμα θα στανιάρεις
αλλιώς εις τσι δετοπλαγιές, δα γύρεις, θα μπατάρεις
μόνο με τέτοια φαγητά μπορείς να καρδαμώσεις
και δύναμη στα μπράτσα σου και το μυαλό να δώσεις.!!
-Απο τ’ αχίρι βγάνουνε, όλα τα ζωντανά τους
τα παίρνουνε κι’ αυτά μαζί, κοντά εις την δουλειά τους
Εις τα γαδιουροσόμαρα, δένουν σφιχτά τσι κόφες
και στέκουνε σαν τα θεριά, δεξά-ζερβά ολόρθες
Τό ‘να κωφίνι βάνουνε μές τ’ άλλο να χωρέσει
και τ’ απαλοσφηνώνουνε στου σωμαριού τη μέση
Εις τα σκαρβέλια κρέμαγαν, ντρουβάδες και καλάθια
απού ‘χανε τα φαγητά και τη ψιλή πραμάτια.!!
Πάμε.!δινόταν εντολή κι’ όλοι εξεκινούσαν
γαδιάρους κι’ αιγοπρόβατα, ομπρός εξελαλούσαν
Το χαληνάρι σέρνανε και δείχναν την πορεία
που θ’ ακλουθούσε η πομπή, σ’ αυτή την εκστρατεία.
Μονάχα οι ανήμποροι, ’πομένανε στο σπίτι
 δεν επιτρέπεται δικός, γιά συγγενής να λείπει
‘’θέρος και τρύγος..πόλεμος’’λέει μιά παροιμία
προφορική και  άγραφη, λαοφιλοσοφία…!!!
Αφήνουν πίσω το χωριό και πάνε πιό αλάργια
διότι τα κρασάμπελα, τα φύτευγαν στα πλάγια
Εκειά αέρας τα φυσά και πάχνη δεν τα πιάνει
και περισσότερους βαθμούς, το γραδομέτρι βγάνει..
Χαρούμενοι και γελαστοί, μικροί-μεγάλοι, όλοι
είναι χαρά πανηγυριού, είναι τσι φύσης σκόλη
Μόλις θα πλησιάσουνε στις αμπελοπεζούλες
τ’ αμπράτη ξεφορτώνουνε απ’ όξω απ’ τις κουρμούλες
Διαλέγουν ένα σώπατο, όπου θα συγκεντρώσουν
όλη τη σταφυλοσοδιά, πριχού τη νε φορτώσουν..
Δένουν τα ζώα για βοσκή, σε μιά κοντοχερσάδα
κατωμεριάς του αμπελιού, απλώνουνται αράδα
Πριχού να ξεκινήσουνε, κάνουνε το σταυρό τους
Θεού να νοιώθουν συνδρομή, πώς έχουν στο πλευρό τους.
Βάνουν τα τραγιασκάκια τους και τσι ψαθοκαπέλες
αλαφροξερουχόνονται, μένουν με τσι φανέλες
Με τα μαντηλοτζέμπερα, δένουνε τα μαλλιά ‘ντους
οι κοπελιές μη κρέμονται, εις την ομπροσματιά τους.
Ένα κωφίνι ‘πο τ’ αυτί, ο κάθα ‘νείς τους πιάνει
κόβγει την σταφυλοσοδιά και μέσα τη νε βάνει
Απαλοκολοσύρνουντο,βαστούντο μη τσουρλίξει
και πάρει τον κατήφορο και χωματοκυλίσει
Άμα το ‘πογεμίσουνε κι’ ως πάνω το φουλάρουν
έρχονται οι κουβαλητές, στον ώμο να το πάρουν
Μπράτσα μεστά χρειάζονται κι’ ώμοι γεροί να ‘σκώνουν
και πλάτες του κουταλιανού, ντρέτες να μη σελώνουν
Να παίζεις μιά του κωφινιού, να βγαίνει εις τον ώμο
με δίχως αγκομαχητό, με τό ‘να χέρι μόνο
Ορθές οι κόφες στο σειρά στο σώπατο προσμένουν
τσι νεαρούς κουβαλητές, σταφύλια να τους φέρνουν
άμα τσι ‘πογεμίσουνε, τα γαιδούρια λυούνε
σωμαρωμένα, έτοιμα, είναι να φορτωθούνε…
Σκύφτει ο ποιό γεροδετός, άντρας και αγκαλιάζει
την κόφα, και στο στήθος του, ψηλά την ανεβάζει
σιγά-σιγά την ακουμπά, εις το σωμαροπλάϊ
πιάνει σκοινί και δένει την, σφιχτά να μη κουνάει..
Ένα κοπέλι ύστερα τη πλάτη δα σιμώσει
ν’ ανεβαστά το γάδιαρο, να μη ξεσωμαρώσει
Όπα.! φωνάζει ο φορτωτής και σκώνει και την άλλη
και την φορτώνει στο λεφτό, χωρίς σπουδή μεγάλη..
Έτοιμος είν’ ο γάδιαρος, να οπισογυρίσει
στο πατητήρι του χωριού και τη σοδιά ν’ αφήσει
αυτοί που τον εφόρτωσαν, θα τον ακολουθήσου
γιατί και το ξεφόρτωμα, δύσκολο είν’ εξίσου.
Εκείνος πούνε τυχερός κι’ έχει δυό-τρείς γαδιάρους
δικούς του γιά δανειστικούς, παρμένους απο άλλους
Θα λιγοστέψει τσι στρατιές, του πήγαινε και έλα
και δα τσουρλάει η δουλειά, όμορφα σαν ροδέλα.!!
Μπορεί να έχει ξάργητες, αυτό το μεροδούλι
μα είναι τσι γεωργικής, το ποιό καλό μαξούλι…
Κατα τ’ απομεσήμερο, όλοι τους σταματούνε
για να ξεδροκοπίσουνε, να φάνε και να ποιούνε..
Βρίσκουνε μέρος σκιερό και καταγής καθίζουν
τα σουσουροχαμόγελα  ο ‘γείς τ’ αλλού αρχίζουν
κυκλωτικά σκορπίζουνται, με τα φαγιά στη μέση
για να μπορεί ο κάθα ‘νείς, να πάρει ότι τ’ αρέσει.
Στην ασκιανάδα ‘νός δεντρού,στον δροσερό  αέρα
σωματοξεκουράζονται..μακρά ‘νε ακόμη η μέρα
Τρώνε ότι αρέσει ‘ντους, πίνουν όσοι μπορούνε
παλιό κρασί του αμπελιού, του ίδιου που τρυγούνε..
[Ότι δα φάνε κι’ ότι πιούν είναι η πληρωμή ‘ντους
τα καερέτια κι’ οι φιλιές, ήταν η δύναμή ‘ντους
δεν δυσανασχετούσανε, ούτε παραπονιόταν
χαρές και πόνους τσι ζωής, ανθρωπομοιραζόταν
αλληλοβοηθιότανε, χωρίς δικό συμφέρον
κι΄είχε η ζωή τους νόημα, μα και ενδιαφέρον.!!]
…σωματοχαλαρώνουνε,πίνουν και κουβεντιάζουν
κι’ ότι ο νούς τους σκέφτεται,εξοψυχής τους βγάζουν
Αρχίζουν τα πειράγματα κι’ αλληλοχορατεύγουν
κι’ αντιλαλούν στις ρεματιές, αυτά που ρητορεύγουν
‘’επι παντός επιστητού’’,στον κόσμο συζητούνε
 αμπελοσοφιστές σωστοί, που όλα τ’ αναλιούνε..
Ύστερα αλάζουν το σκοπό,στα εύκολα περνούνε
κι’ οι μερακλήδικες φωνές,σιγανοτραγουδούνε
Δημώδη άσματα παλιά, απ’ τη ζωή βγαλμένα
Ριζίτικα,καθιστικά, καλοστιχουργημένα.!!
Δεν τσι ζυγώνει η δουλειά, μόνοι τους την ρυθμίζουν
και τη διασκεδάζουνε, ετσά π’ αυτοί ορίζουν.!!!
-Θωρεί ο ήλιος και γελά τα κατωρθώματά ‘ντους
το πώς ’μορφομαζώνουνε, τα εισοδήματά ‘ντους
καθώς εις τον ορίζοντα, τσι δύσης του σιμώνει
Μαζώνει τις αχτίδες του, τις ροζοχρωματίζει
και το στρατί του δειλινού, με ομορφιές γιομίζει
παίρνει τη γλύκα του κρασιού, που στάζει απ’ το στόμα
και βάφει τον ορίζοντα, κεχριμπαρένιο χρώμα.!!
Κάπως ετσά περνούσανε, στο τρυγοπανηγύρι
πάλι η μέρα αύριο, εδώ δα τσι γιαγύρει
μέχρι να ‘ποτρυγήσουνε τσι αμπελοπεζούλες
και να ‘πομείνουν αδειανές οι κλάδιες στις κουρμούλες..!!!!!!!
                    Γιάννης Διαμαντάκης...2013
Αμπέλια..στον Ντριάδακα...


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...