Κυριακή 5 Μαρτίου 2017

Η ΑΙΓΑ μας η Καρπερή η Πλουσογαλακτούσα..!!!

Η Αξία μιάς Αίγας...θησαυρός είναι μέγας.!

Κι΄άν την Αίγα θα χάσεις..πολλαπλώς θα πεινάσεις..!!!


[ έτσι λέγανε τότες...οι παλιοί του χωριού μου αγρότες.!]
Είδα μάτια απου ‘κλαίγα...και θρηνούσανε μιάν αίγα...!

Μιά νταχυνή εσκώθηκα αγγουροξυπνημένος
και επετάχτηκα ορθός, βουβός κι’ αλαφιασμένος
απο το τσαλαχάπετο και απο την τραβάγια
σάϊκα πράμα γίνηκε κι’ ήρθαν κακά χαμπάρια
για να γροικώ τον Κύρη μου στο πόρτεγο να κλαίει
‘’σώπα μπρέ Γιώργη σώπασε’’, η Μάννα μου να λέει
μή σε γροικά η γειτονιά κι’ ιντά’χεις δεν κατέχει
και δα γλακούν μιά κοπανιά να δούνε ίντα τρέχει..
Ακόμη δεν ξημέρωσε κοιμούνται τα κοπέλια
δεν έχουνε το ζόρε σου και την δική σου εγνοια..
Μα τζάμπα του κουβέντιαζε, αυτός δεν τσι γροικούσε
ιντά ‘παθα εφώνιαζε μόνο και ξεφυσούσε......!
Βιάση στη βιάση ‘σκώθηκα και πρόβαλα στην πόρτα
ακόμα νύχτα ήτανε κι’ ανάβγανε τα φώτα..
Θωρρώ τον Κύρη καθιστό μέσα στο μουτουπάκι
τα ξύλα να ξεμπιθρακά με την μαχιά στο τζάκι
και να βαστά την κεφαλή με την ζερβά ντου χέρα
κι’ η Μάννα μου αμίλητη να κάθετε πιό πέρα..
Σιμώνω στη μεσόπορτα στον τοίχο ακουμπάω
και με τρεμάμενη φωνή ιντά’χεται ρωτάω
γιάντα εξεσηκώσετε ολόκληρο το σπίτι
στα πρόσωπά ντους ‘θώρρουνα ζωγραφιστή την λύπη.!
Ετσά δεν τσ’ είχα ξαναδεί νά’νε κουτσουκλισμένοι
πράμα κακό αγιάτρευτο δα πρέπει να συμβαίνει....
Ιντά’χεις Πατροκύρη μου και ανεστουλουχάσε
γιάντα οδύρεσε και κλαίς, ίντα μοιρολογάσε
γιά πές μου Μάννα μου κι’ εμέ, να μάθω επι τόπου
γιατί μόνο σε θάνατο πηγαίνει ο νούς τ’ ανθρώπου
μπάς και επόθανε κια’νείς γνωστός ή γι’εδικός μας
αλλιώς πού να οφείλεται αυτός ο πανικός μας..!
[Εις τσι Πατρογονέους μου επήγενε ο νούς μου
κάποια Γιαγιά επόθανε, σάϊκα γιά Παππούς μου...]
Πές τε μου ποιός επόθανε τολμώ να τους ρωτήσω
για να κατέχω απ’ τσι δυό ποιόν θα παρηγορήσω
Μα δεν θωρρώ απάντηση να πέρνω απο κιανένα
εδείχνανε να έχουνε τα λογικά χαμένα...
Ώφου.!κι’ ιντά’νε τούτο’νά απού με βρήκε πάλι
μονολογούσε ο Κύρης μου κι’ εβάσταν το κεφάλι
και την γροθιά ντου ήσφιγγε κι’ εχτύπανε στον μπέτη
‘’σώπα μπρέ Γιώργη σώπασε και κάνε καερέτι’’
ήλεγε και ξανάλεγε η Μάννα στον Πατέρα
ηρεμοκαταλάγιασε να ξημερώσει η μέρα..!!
-Κιανένας δεν επόθανε, μήτε δικός γιά ξένος
ο κόσμος με τα βάσανα είν’ ανεκατωμένος..
μονολογεί η Μάννα μου για να με ηρεμήσει
είχε’νε τα μεσάνυχτα η αίγα μας ψοφίσει.!
Πριχού δυό μέρες γέννησε και ήτανε λεχώνα
και μάχη για να κρατηθεί έδινε και αγώνα
αλλά δεν τα κατάφερε η χιλιοβλοημένη
κι’ ο Κύρης σου την βρήκενε την νύχτα ψοφισμένη..
Απόπλυμα της είχενε βρασμένο να τσι δώσει
απο την ταλαιπώρια τζης της γέννας ν’ αναρρώσει
κι’ ώς ήσυρε τον τζεμπερέ και στο αχίρι μπήκε
ξάπλα στο χώμα καταγής την αίγα ψόφια βρήκε..
Και σαν τον Πέτρο ήκλαιγε απο τον καημό ντου
ήταν το πιό αγαπητό για ‘κείνον ζωντανό ντου
το είχενε απο μικιό ριφάκι αναθρέψει
κι’ αίγα πενταχρονίτικη την είχε ξετελέψει...
Τρία κοπέλια τράφηκαν απ’ το δικό τζης γάλα
το βούτηρο με το τυρί μαζί με τόσα άλλα
[ρυζόγαλο, ξυνόχοντρο, κρέμες αλλά και τσίπα
που στάλαζε το βούτυρο κι’ ήτανε σκέτη γλύκα.!]
Όλες αυτές τις προσφορές ποιός να τις αμελήσει
κι’ άμα χαθεί τέτοιο οζό βαστά να μη δακρύσει..
είναι αξιοπρόσεχτα κι’ ευλόγως αγαπιούνται
στα μέλη τσ’ οικογένειας κι’ εκείνα προσμετριούνται..!
Δέν εχρειάστηκε πολύ για να κατανοήσω
τον πόνο του Πατέρα μου μα πώς να του μιλήσω
πού ότι και να ‘πώ εγώ λόγια τ’ αέρα θά’νε
όταν θωρρούν τσι δυνατούς να κλαίνε δεν μιλάνε
σωπούν και αφρουκάζονται τα συναισθήματά ντους
ώσπου να ξαλαφρώσουνε τα αναφυλητά ντους
κι’ έτσι απομακρύθηκα κι’ ήκατσα παραπέρα
και στα χαμένα ξάνοιγα, ώσπου να φέξει η μέρα...!!!!!
Έλα σου που η Μάννα μου είχε κι’ άλλα φαρμάκια
το ίντα δά γεννούνε’δά τα τέσσερα ριφάκια
που επομείναν ορφανά..ποιός γάλα θα τους δώσει
ποιός έχει την υπομονή για να τα μεγαλώσει.!
Άλλη τραβάγια τούτη’νά μα πώς αλλιώς να κάνει
κατέχει τι θα πεί οζό, την μάννα ντου σαν χάνει
να σε κοιτά κατάματα και να ζητά βοήθεια
το φίλτρο της το μητρικό εξύπνησε στα στήθια
και η καρδιά πρωτοστατεί και όλα τα ρυθμίζει
κι’ αναλαμβάνει ως τροφός και ψάχνει ρογοβύζι....
Μόλις η μέρα χάραξε επήγε στον μπακάλη
κι’ επήρε ένα μπιμπερό, τσι βύζαξης μπουκάλι
και το χωριό εγύρεψε γάλα να βρεί σπιτίσιο
όχι παλιοσκονάλευρα, μ’ ατόφιο κατσικίσιο
είχε θωρρόντας απ’ αλλού ή είχενε γροικήσει
πώς θέλει γάλα μητρικό το ορφανό να ζήσει
κι’ έτσι ανέλαβε αυτή ετούτη την ευθύνη
ποιά μάννα το κοπέλι τζης ατάϊστο αφήνει.!
Κάθε τρείς ώρες πήγαινε να τα ρογοβυζάξει
και είχε και τ’ αμέντε τζης κιανένα μή μπλαντάξει
δυό κόφες είχε ξαπλωτές, αυτές απου τρυγούνε
και μέσα εκειά τα σταύλιζε να μή σπιτογυρνούνε...
Κοντά δυό μήνες κράτησε αυτή η ταλαιπώρια
μέχρι πού βόσκαν μοναχά και τέλειωσαν τα ζόρια..!!!!!
Όσο για του Πατέρα μου το ξέσπασμα το μέγα
την ώρα που αντίκρυσε πως ψόφησε η αίγα
όσο και να το έζησα ως λένε επιτόπου
πάντα θα μένει μέσα μου μυστήριο ανθρώπου....!!!!!
-Εκάτεχα πώς τσι πληγές τσι γιαίνει μόνο ο χρόνος
μα αγνοούσα πως λυγά, σκληρές καρδιές καρδιές ο πόνος
απο ασημαντότητες για μένα ή και γι’ άλλους
δεν ξέρω ποιούς να πώ μικρούς και ποιούς να πώ μεγάλους
σήμερα που τα σκέφτομαι και τα αναστορούμαι
πάλι σωπώ και δεν μιλώ γιατί στεναχωρούμαι
γιατί δεν αγαπούνε μπλιό τα ζώα οι ανθρώποι

αλλάξανε διαγωγές, αισθήματα και τρόποι.....!!!!!!

                                                                           Διαμαντάκης  5 - 2 - 2017

Παρόμοια περίπτωση...Η Ελενίτσα με την Γεωργία ανατρέφει δυο ορφανά ριφάκια....Ανθρώπινες Ευαισθησίες.!

«ΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ...ΑΓΑΠΗΣΑ ΤΑ ΖΩΑ...Λουντέμης .....
....Αν η καρδιά σου έβλεπε σωστά, κάθε ζώο θα 'ταν καθρέφτης της ζωής και ιερό βιβλίο. Όλα τα ζώα, όσο μικρά κι ασήμαντα κι αν είναι, αντανακλούν την καλοσύνη ..Κέμπις Τόμας
....Tο μεγαλείο και η ηθική πρόοδος ενός έθνους μπορούν να κριθούν από τον τρόπο που φέρεται στα ζώα ..Γκάντι Μαχάτμα
-Μέχρι να αγαπήσει ένα ζώο, ένα κομμάτι της ψυχής ενός ανθρώπου παραμένει κοιμισμένο... Ανατόλ Φρανς  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...