ΕΝΑΣ ΑΘΩΟΣ ΑΥΤΟΧΕΙΡΑΣ
Πόσοι ανθρώποι στην ζωή ήρθανε και
‘μισέψαν
και την κοσμοπορεία τους
εγοργοσυντομέψαν
για δεν μπορούσαν να γροικούν,
ούτε και να θωρούνε
ανθρώπους που δεν μάθανε αλήθειες
ν’ αγαπούνε…!!!!
Μανώλης Ζερβάκης του Λακιώτη…1959….[ αυτοκτόνησε 19 χρονών ] |
Μιά ιστορία από μικρός θυμούμαι και ματώνω
πώς γίνεται ο νούς φονιάς με μιά κουβέντα μόνο.!
[…γι’ αυτό και λένε πρόσεχε πριχού να εκστομίσεις
μιά λέξη, να τη ‘νε σκεφτείς να μη ψευδολογίσεις
γιατί ο νούς πολλές φορές λάθη μεγάλα κάνει
και αυτοπαγιδεύγεται σ’ αόρατη πλεκτάνη
Στημένη από σκοτεινές δυνάμεις που γυρεύγουν
θύμα εξιλαστήριο κι’ αθόρυβα δουλεύγουν..! ]
……………………………..
Έτσι και στην περίπτωση του άμοιρου Μανώλη
λόγος βαρύς εγκρέμισε την ύπαρξή ντου όλη
γιατί κατηγορίθηκε για μιά κλοπή σε σπίτι
π’ ένα ρολόϊ της χειρός ευρέθηκε να λείπει.!
Ο νοικοκύρης είχενε εργάτες και μαστόρους
και εδουλεύγαν τότε’σας εις του σπιτιού τσι χώρους…
Αμέσως εστραφήκανε σ’ αυτούς οι υποψίες
ως εδηλώθει εξ’ αρχής εις τις υπηρεσίες
Στα όργανα της τάξεως που είχαν την ευθύνη
για κάθε τι παράνομο που στο χωριό θα γίνει.!
Κι’ αρχίσανε προφορικές να κάνουν ανακρίσεις
να πιθανολογίσουνε όλες τις εκτιμήσεις…
Εις τον σταθμό τσι κάλεσαν όλους μαζί να πάνε
δεν ξέρουμε, δεν είδαμε..αληθομαρτυράνε.!
Μα πού να γίνουν πιστευτοί, ποιός να τους δικαιώσει
ένας απ’ όλους ήπρεπε ‘’την νύφη να πληρώσει.!’’
Και τον Μανώλη τον μικρό, εβρήκαν και ντροπιάρη
κι’ απάνω ‘ντου εστρέψανε των ερευνών τα βάρη
Γιατί ‘τανε ευαίσθητος και τρομοκρατημένος
ετσά δουλειές δεν ήτανε να κάνει μαθημένος
Είχενε μάθει έντιμα να ζεί και να παλεύγει
και με αξιοπρέπεια και ζήλο να δουλεύγει
Αξίες απ’ το σπίτι ‘ντου και χάρες είχε πάρει
φτωχό αλλά φιλότιμο κι’ έμπιστο παλληκάρι
απου δεν είχενε ποτέ δικαίωμα δοσμένο
και στα καλά καθούμενα ευρέθηκε μπλεγμένο
Με τ’ όνομά ‘ντου τα πυρά όλων να συγκεντρώνει
άντε ν’ αλλάξεις του χωριού, ιδέα ‘δά και γνώμη
π’ ένα κουδούνι γίνηκε εις την πλαταία ότι
‘’μάλλον παρμένο τό’χει ο γιός του Γιώργη του Λακιώτη ‘’..!
Κι’ όσο οι μέρες πέρναγαν και δεν ομολογούσε
ποιός το ρολόϊ έκλεψε, να το πισωγυρνούσε,
οι υποψίες πάνω του αργά – αργά κυλούσαν
κι’ ανάποδα του ρολογιού οι δείχτες εγυρνούσαν
για του Μανώλη την ζωή…τό’χε αποφασίσει
το θολωμένο του μυαλό να κακοθανατίσει
Γιατί του είν’ ανώφελο σε τέτοια κοινωνία
να ζεί..αφού την γνώρισε και δεν αξίζει μία..!!!!
………………………………..
Μιά νταχυνή πριχού το φώς τσι μέρας να χαράξει
άνθρωπος να μη το’νε ‘δεί την σκέψη ντου ν’ αλλάξει
φεύγει από το σπίτι ντου των αματιών ντου παίρνει
τ’ απελπισμένο ντου μυαλό στ’ ανέπλαγα τον φέρνει.!
Απ’ τ’ Ανεφάρματα περνά στον Άη-Γιάννη πάει
σφιχτογροθιά στο χέρι ντου τον θάνατο βαστάει
Και ανεδιάζει Νοτικά, το ρυάκι παίρνει κάτω
απού ‘ναι κιτρολεμονιές το πλάϊ ντου γεμάτο
Σε μιά πεζούλα ξέφωτη, στέκει να ξαποστάσει
μα το μυαλό ντου δυστυχώς δεν λέει να ξεχάσει
το ψέμα και το άδικο που τού’χουνε χρεώσει
δεν το χωρά ο φτωχονούς κι’ η
παιδική ντου γνώση
Και κάλιο ντου να σκοτωθεί, να κακοθανατίσει
να μη θωρεί, να μη γροικά, τα μάτια ντου να κλείσει….!!!
-----------------------------------------------------------
Πού βρήκε’νε τη δύναμη το χέρι σου ν’ ανάψει
ετσά φωτιά το σπίτι σου ολόκληρο να κάψει
Πώς μπόρεσες την κεφαλή ακίνητη να στέσεις
και τον μπαρουτοκάλυκα απάνω τζης να δέσεις
Πώς το φυτίλι έστριψες και εκορδέλιασές ‘το
και στα σγουρά σου τα μαλλιά στεφάνι έπλεξές ‘το
Πώς το μπορούσες να θωρείς τσι σπίθες να πετούνε
τσι νιότης σου την ομορφιά να βλέπεις πως καιντούνε
Πώς και δε το μετάνοιωσες για μιά στιγμή και μόνο
και νά’δινες στη σκέψη σου ένα ψιχάλι χρόνο
να το ξανασκεφτόσουνα να δείς ανέ αξίζει
για μιά ψευτιά τη νιότη ντου κιανείς να χαραμίζει
Γιατί να μη βρεθεί κιανείς στη στράτα σου Μανώλη
τη στεναχώρια που περνάς να του ‘ξηγούσες όλη
Γιατί να μη βρεθεί κιανείς που νά’χει καταλάβει
ίντα κακό είχες στο νού, να τρέξει να προλάβει
Γιάντα δεν επερίμενες λίγο καιρό ακόμη
΄μήπως βρεθεί ο ένοχος και μεταλλάξουν γνώμη
Γιάντα Μανώλη όπλισες το χέρι το δικό σου
κι’ ανθρώπων αφρουκάστηκες που θέλαν το κακό σου
[…όσο ρωτάς ‘’Γιατί και πώς’’απάντηση καμία…
ας όψονται οι ένοχοι κι’ η παλιοκοινωνία
που εγενήκαν αφορμή να κακοθανατήσεις
άδικα και παράδικα τη νιότη σου να σβύσεις….]
……………………………..
Τη μέρα που κηδεύγανε τον άμοιρο Μανώλη
και τον μοιρολογούντανε οι συγγενείς του όλοι
ευρέθηκε ποιός είχενε παρμένο το ρολόϊ..
Εις τον στενό περίγυρο και το συγγενολόϊ
εσυγκαταλέγότανε του σπιτονοικοκύρη
και δείλιαζε από ντροπής να το πισωγιαγύρει…!!
Ως κι’ οι αρχές γελάστηκαν και πέσανε σε πλάνη
λές και τσί γνοιάζει άνθρωπος αθώος αν ποθάνει
Ακόμα και ένα χωριό κόντεψε να πιστέψει
πώς το ρολόϊ σίγουρα τό’χε ο Ζερβάκης κλέψει
Και τελικά ο ένοχος ποτές δεν εκδιώχθει
ούτε κατηγορήθηκε, μα ούτε κι’ εσπιλώθει
Γιατί εσυγχωρέθηκε και εμεταμελήθει
κι’ ασήμαντη υπόθεση εκ των υστέρων κρίθει
Και γρήγορα ξεχάστηκε η όλη ιστορία
έγκλημα δίχως ενοχές και δίχως τιμωρία…!!!!!!!!!!!
[..το χίλια ενιακόσια και πενηνταενιά
ήταν η κολασμένη αυτή κακοχρονιά.!]
----------------------------------
[…Μιά λεπτομέρεια μικρή θα υποσημειώσω
και μιά πτυχή του δράματος αυτού θα συμπληρώσω..
Η εκκλησία σφαλιχτές εκράτησε τις πόρτες
δεν ψαλτομνημονεύγανε τσ’ αυτόχειρες ετότες
ως καθορίζαν οι γραφές απ’ το ιερατείο
και ούτε κάν’ τους θάφτανε μες το νεκροταφείο
Ήτανε ασυγχώρητη, μεγάλη αμαρτία
να βάλεις τέλος στην ζωή ασχέτως την αιτία
Και στου Μανώλη την θανή το τυπικό κυττάξαν
κι’ από το σπίτι σαν σκυλί τον πήραν και τον θάψαν
Αξόδιαστος κι’ αδιάβαστος κατέβηκε στον Άδη
δεν τσι τρομάζει τις ψυχές του κόσμου το σκοτάδι
Γιατί το σκότος στο μυαλό των ζωντανών υπάρχει
ακροατήριο
πιστών κάθε θρησκεία νά’χει…!!!! Η Χαροκαμένη Μάννα..Κατερίνη Πετειναράκη |
και ο Δύστυχος Πατέρας..Ζερβάκης Γιώργης [Λακιώτης]….. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου